τραβηχτικός

τραβηχτικός
και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν [τραβηχτός]
1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική
η συναλλαγματική
3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό τού εσωτερικού ή τού εξωτερικού
β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»
(οικον.) μέσο για τη διευκόλυνση τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
γ) «τραβηκτική πιστωτική επιστολή» — επιστολή την οποία απευθύνει προς την τράπεζα ο κάτοχος πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την τράπεζα ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις τού δανείου που τού έχει εγκριθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τραβηχτικός — ή, ό ελκυστικός, αυτός που τραβάει: Έχει τραβηχτική ομορφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβηκτική — η, Ν βλ. τραβηχτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”